- ἐπικτήτοις
- ἐπίκτητοςgained besidesmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπικτήτοις — Ἐπίκτητος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωραΐζω — ὡραΐζω, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. ᾡράζω Α [ὡραῑος] κάνω κάτι ωραίο, καλλωπίζω, εξωραΐζω μσν. αρχ. 1. τιμώ 2. παθ. ὡραΐζομαι α) (κυριολ. και μτφ.) στολίζομαι με τέχνη (α. «γυνὴ ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι», Λουκιαν. β. «ἐγκρατείᾳ ὡραϊζόμενος», Μηναί.) … Dictionary of Greek